κατειρωνεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατειρωνεύομαι < κατ- + ειρωνεύομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ti.ɾoˈnev.o.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τει‐ρο‐νεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίακατειρωνεύομαι
- ειρωνεύομαι υπερβολικά
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατειρονεύομαι | κατειρονευόμουν(α) | θα κατειρονεύομαι | να κατειρονεύομαι | ||
β' ενικ. | κατειρονεύεσαι | κατειρονευόσουν(α) | θα κατειρονεύεσαι | να κατειρονεύεσαι | κατειρονεύου | |
γ' ενικ. | κατειρονεύεται | κατειρονευόταν(ε) | θα κατειρονεύεται | να κατειρονεύεται | ||
α' πληθ. | κατειρονευόμαστε | κατειρονευόμαστε κατειρονευόμασταν |
θα κατειρονευόμαστε | να κατειρονευόμαστε | ||
β' πληθ. | κατειρονεύεστε | κατειρονευόσαστε κατειρονευόσασταν |
θα κατειρονεύεστε | να κατειρονεύεστε | κατειρονεύεστε | |
γ' πληθ. | κατειρονεύονται | κατειρονεύονταν κατειρονευόντουσαν |
θα κατειρονεύονται | να κατειρονεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατειρονεύτηκα | θα κατειρονευτώ | να κατειρονευτώ | κατειρονευτεί | ||
β' ενικ. | κατειρονεύτηκες | θα κατειρονευτείς | να κατειρονευτείς | |||
γ' ενικ. | κατειρονεύτηκε | θα κατειρονευτεί | να κατειρονευτεί | |||
α' πληθ. | κατειρονευτήκαμε | θα κατειρονευτούμε | να κατειρονευτούμε | |||
β' πληθ. | κατειρονευτήκατε | θα κατειρονευτείτε | να κατειρονευτείτε | κατειρονευτείτε | ||
γ' πληθ. | κατειρονεύτηκαν κατειρονευτήκαν(ε) |
θα κατειρονευτούν(ε) | να κατειρονευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατειρονευτεί | είχα κατειρονευτεί | θα έχω κατειρονευτεί | να έχω κατειρονευτεί | ||
β' ενικ. | έχεις κατειρονευτεί | είχες κατειρονευτεί | θα έχεις κατειρονευτεί | να έχεις κατειρονευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατειρονευτεί | είχε κατειρονευτεί | θα έχει κατειρονευτεί | να έχει κατειρονευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατειρονευτεί | είχαμε κατειρονευτεί | θα έχουμε κατειρονευτεί | να έχουμε κατειρονευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατειρονευτεί | είχατε κατειρονευτεί | θα έχετε κατειρονευτεί | να έχετε κατειρονευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατειρονευτεί | είχαν κατειρονευτεί | θα έχουν κατειρονευτεί | να έχουν κατειρονευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατειρωνεύομαι
|