Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατειρωνεύομαι < κατ- + ειρωνεύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ti.ɾoˈnev.o.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τει‐ρο‐νεύ‐ο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

κατειρωνεύομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία