Δείτε επίσης: ἀγγίζω, ταγγίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αγγίζω (και εγγίζω), αόρ.: άγγιξα/άγγισα, παθ.φωνή: αγγίζομαι, π.αόρ.: αγγίχτηκα/-ίστηκα, μτχ.π.π.: αγγιγμένος/αγγισμένος «κλίση 'αγγίζω'»[2]

  1. ακουμπώ κάτι με την άκρη των δαχτύλων μου, πολύ απαλά
     Απαγορεύεται να αγγίζετε τα εκθέματα του μουσείου
  2. ασχολούμαι με κάτι νέο, πολύ επιφανειακά, χωρίς να εμβαθύνω
  3. (μεταφορικά) πειράζω κάποιον, τον προκαλώ φιλικά
  4. (μεταφορικά) συγκινώ κάποιον
      με άγγιξαν πολύ τα λόγια του
  5. (μεταφορικά) πλησιάζω ένα σημείο, όριο
     Η θερμοκρασία άγγιξε τους 40 βαθμούς Κελσίου.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Η «κλίση 'αγγίζω'» με διπλούς τύπους[2] -ίζω, -ιξα/ισα, -ίχτηκα/ίστηκα, -ιγμένος/-ισμένος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αγγίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)