↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγιγμένος η αγγιγμένη το αγγιγμένο
      γενική του αγγιγμένου της αγγιγμένης του αγγιγμένου
    αιτιατική τον αγγιγμένο την αγγιγμένη το αγγιγμένο
     κλητική αγγιγμένε αγγιγμένη αγγιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγιγμένοι οι αγγιγμένες τα αγγιγμένα
      γενική των αγγιγμένων των αγγιγμένων των αγγιγμένων
    αιτιατική τους αγγιγμένους τις αγγιγμένες τα αγγιγμένα
     κλητική αγγιγμένοι αγγιγμένες αγγιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγγίζω

αγγιγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία