Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγγιγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγγιγμέν
ος
η
αγγιγμέν
η
το
αγγιγμέν
ο
γενική
του
αγγιγμέν
ου
της
αγγιγμέν
ης
του
αγγιγμέν
ου
αιτιατική
τον
αγγιγμέν
ο
την
αγγιγμέν
η
το
αγγιγμέν
ο
κλητική
αγγιγμέν
ε
αγγιγμέν
η
αγγιγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγγιγμέν
οι
οι
αγγιγμέν
ες
τα
αγγιγμέν
α
γενική
των
αγγιγμέν
ων
των
αγγιγμέν
ων
των
αγγιγμέν
ων
αιτιατική
τους
αγγιγμέν
ους
τις
αγγιγμέν
ες
τα
αγγιγμέν
α
κλητική
αγγιγμέν
οι
αγγιγμέν
ες
αγγιγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγγιγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αγγίζω
Μετοχή
επεξεργασία
αγγιγμένος, -η, -ο
που τον έχουν
αγγίξει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγιγμένος