ἐγγύς (συγκριτικός βαθμός: ἐγγυτέρω (ἐγγυτέρῳ) / ἐγγύτερον / ἔγγιον· υπερθετικός βαθμός: ἐγγυτάτω / ἐγγύτατα / ἔγγιστα)