εγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγγίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγγίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eŋˈɟi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐γί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ εγγίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αγγίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)