Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐγγίζω < ἐγγύς + -ίζω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἐγγίζω, ἀγγίζω, 'γγίζω νέα ελληνικά: εγγίζω, αγγίζω, 'γγίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐγγίζω

  1. εγγίζω, προσεγγίζω, φέρνω κοντά
  2. έρχομαι κοντά

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία