Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταγγίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ρήμα
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Δείτε επίσης
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ταγγίζω
,
ταγκίζω
και
ταγκιάζω
(
για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες
)
αλλοιώνομαι
και αποκτώ βαριά οσμή και πικρή γεύση
Συγγενικά
επεξεργασία
ταγγάδα
και
ταγγίλα
τάγγιση
και
τάγγισμα
ταγγισμένος
ταγγός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αγγίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταγγίζω
αγγλικά
:
rancid
(en)
,
rancid
(en)
γαλλικά
:
rancir
(fr)