ταγκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταγκιάζω < ταγκός
Ρήμα
επεξεργασίαταγκιάζω
- (για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες) αλλοιώνομαι και αποκτώ βαριά οσμή και πικρή γεύση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταγκιάζω | τάγκιαζα | θα ταγκιάζω | να ταγκιάζω | ταγκιάζοντας | |
β' ενικ. | ταγκιάζεις | τάγκιαζες | θα ταγκιάζεις | να ταγκιάζεις | τάγκιαζε | |
γ' ενικ. | ταγκιάζει | τάγκιαζε | θα ταγκιάζει | να ταγκιάζει | ||
α' πληθ. | ταγκιάζουμε | ταγκιάζαμε | θα ταγκιάζουμε | να ταγκιάζουμε | ||
β' πληθ. | ταγκιάζετε | ταγκιάζατε | θα ταγκιάζετε | να ταγκιάζετε | ταγκιάζετε | |
γ' πληθ. | ταγκιάζουν(ε) | τάγκιαζαν ταγκιάζαν(ε) |
θα ταγκιάζουν(ε) | να ταγκιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τάγκιασα | θα ταγκιάσω | να ταγκιάσω | ταγκιάσει | ||
β' ενικ. | τάγκιασες | θα ταγκιάσεις | να ταγκιάσεις | τάγκιασε | ||
γ' ενικ. | τάγκιασε | θα ταγκιάσει | να ταγκιάσει | |||
α' πληθ. | ταγκιάσαμε | θα ταγκιάσουμε | να ταγκιάσουμε | |||
β' πληθ. | ταγκιάσατε | θα ταγκιάσετε | να ταγκιάσετε | ταγκιάστε | ||
γ' πληθ. | τάγκιασαν ταγκιάσαν(ε) |
θα ταγκιάσουν(ε) | να ταγκιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταγκιάσει | είχα ταγκιάσει | θα έχω ταγκιάσει | να έχω ταγκιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταγκιάσει | είχες ταγκιάσει | θα έχεις ταγκιάσει | να έχεις ταγκιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταγκιάσει | είχε ταγκιάσει | θα έχει ταγκιάσει | να έχει ταγκιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταγκιάσει | είχαμε ταγκιάσει | θα έχουμε ταγκιάσει | να έχουμε ταγκιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταγκιάσει | είχατε ταγκιάσει | θα έχετε ταγκιάσει | να έχετε ταγκιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταγκιάσει | είχαν ταγκιάσει | θα έχουν ταγκιάσει | να έχουν ταγκιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταγκιάζω
→ δείτε τη λέξη ταγγίζω |