↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταγκισμένος η ταγκισμένη το ταγκισμένο
      γενική του ταγκισμένου της ταγκισμένης του ταγκισμένου
    αιτιατική τον ταγκισμένο την ταγκισμένη το ταγκισμένο
     κλητική ταγκισμένε ταγκισμένη ταγκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταγκισμένοι οι ταγκισμένες τα ταγκισμένα
      γενική των ταγκισμένων των ταγκισμένων των ταγκισμένων
    αιτιατική τους ταγκισμένους τις ταγκισμένες τα ταγκισμένα
     κλητική ταγκισμένοι ταγκισμένες ταγκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ταγκισμένος < ταγκίζω

ταγκισμένος, ταγκισμένη, ταγκισμένο

  • του οποίου η γεύση και η οσμή έχουν αλλοιωθεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία