Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταγκίζω < ελληνιστική ταγγίζω < ταγγός

  Ρήμα επεξεργασία

ταγκίζω, ταγγίζω και ταγκιάζω

  • (για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες) αλλοιώνομαι και αποκτώ βαριά οσμή και πικρή γεύση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία