Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλοιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αλλοιώνω

αλλοιώνομαι

  1. μεταβάλλεται η ουσία μου
  2. σαπίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία