Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαστάζος οι βαστάζοι
      γενική του βαστάζου των βαστάζων
    αιτιατική τον βαστάζο τους βαστάζους
     κλητική βαστάζε βαστάζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαστάζος < αρχαία ελληνική βαστάζων, μετοχή του βαστάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαστάζος αρσενικό

  • (λαϊκό, επάγγελμα) ο αχθοφόρος
    ※ Δουλειά βαριά, για βαστάζο χεροδύναμο, όχι για ξεπεσμένο νοικοκύρη. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αποφανεί, που τόσο σκληρά παιδευόταν, και του σηκώσει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και την αποθέσει αλλού. Κι ήρθε το τέλος της βδομάδας και τον σκόλασε, έτσι καταπώς ήταν συμφωνημένο, για μια βδομάδα, και του μέτρησε το ξεδούλι.
    Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ένα κομμάτι κρέας, 1981. @timesnews.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία