Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χεροδύναμος η χεροδύναμη το χεροδύναμο
      γενική του χεροδύναμου της χεροδύναμης του χεροδύναμου
    αιτιατική τον χεροδύναμο τη χεροδύναμη το χεροδύναμο
     κλητική χεροδύναμε χεροδύναμη χεροδύναμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χεροδύναμοι οι χεροδύναμες τα χεροδύναμα
      γενική των χεροδύναμων των χεροδύναμων των χεροδύναμων
    αιτιατική τους χεροδύναμους τις χεροδύναμες τα χεροδύναμα
     κλητική χεροδύναμοι χεροδύναμες χεροδύναμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χεροδύναμος < χερο- + δύναμ(η) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çe.ɾoˈði.na.mos/

  Επίθετο επεξεργασία

χεροδύναμος, -η, -ο

  • άλλη μορφή του χειροδύναμος
    ※  Δουλειά βαριά, για βαστάζο χεροδύναμο, όχι για ξεπεσμένο νοικοκύρη. Έβαλε τα δυνατά του για να μην αποφανεί, που τόσο σκληρά παιδευόταν, και του σηκώσει ο άνθρωπος την εμπιστοσύνη και την αποθέσει αλλού. Κι ήρθε το τέλος της βδομάδας και τον σκόλασε, έτσι καταπώς ήταν συμφωνημένο, για μια βδομάδα, και του μέτρησε το ξεδούλι.
    Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Ένα κομμάτι κρέας, 1981. @timesnews.gr