χερο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
χερο- ή χερό-
- α' συνθετικό λέξεων που εκφράζουν
- κάτι που γίνεται με το χέρι
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του χειρο-
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χερο-
|