χερο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πρόθημα επεξεργασία
χερο- ή χερό-
- α' συνθετικό λέξεων που εκφράζουν
- κάτι που γίνεται με το χέρι
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του χειρο-
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χερο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χερό- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χερο-
|