Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειροδύναμος η χειροδύναμη το χειροδύναμο
      γενική του χειροδύναμου της χειροδύναμης του χειροδύναμου
    αιτιατική τον χειροδύναμο τη χειροδύναμη το χειροδύναμο
     κλητική χειροδύναμε χειροδύναμη χειροδύναμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειροδύναμοι οι χειροδύναμες τα χειροδύναμα
      γενική των χειροδύναμων των χειροδύναμων των χειροδύναμων
    αιτιατική τους χειροδύναμους τις χειροδύναμες τα χειροδύναμα
     κλητική χειροδύναμοι χειροδύναμες χειροδύναμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροδύναμος < χειρο- + δύναμ(η) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾoˈði.na.mos/

  Επίθετο επεξεργασία

χειροδύναμος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία