χειροδύναμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ɾoˈði.na.mos/
Επίθετο επεξεργασία
χειροδύναμος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειροδύναμος
|
χειροδύναμος, -η, -ο
|