Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔʁ.tœʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
porteur porteurs

porteur (fr) αρσενικό

  1. ο αχθοφόρος, o χαμάλης, ο βαστάζος
  2. ο φορέας