Δείτε επίσης: ἀχθοφόρος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αχθοφόρος οι αχθοφόροι
      γενική του/της αχθοφόρου των αχθοφόρων
    αιτιατική τον/την αχθοφόρο τους/τις αχθοφόρους
     κλητική αχθοφόρε αχθοφόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.xθoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αχθοφόρος
αχθοφόρος μεταφέρει αποσκευές

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αχθοφόρος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία