χαμάλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαμάλης | οι | χαμάληδες |
γενική | του | χαμάλη | των | χαμάληδων |
αιτιατική | τον | χαμάλη | τους | χαμάληδες |
κλητική | χαμάλη | χαμάληδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμάλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamal < αραβική حمّال (hammāl)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμάλης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, ο αχθοφόρος, ο φορτοεκφορτωτής
- δούλευε χαμάλης στο λιμάνι για ένα κομμάτι ψωμί
- ο άνθρωπος που κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό
- άμα δε μάθεις γράμματα, μια ζωή χαμάλης θα είσαι
επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρίζει σα χαμάλης
|