Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαμάλης οι χαμάληδες
      γενική του χαμάλη των χαμάληδων
    αιτιατική τον χαμάλη τους χαμάληδες
     κλητική χαμάλη χαμάληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμάλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamal < αραβική حمّال (hammāl)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμάλης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, ο αχθοφόρος, ο φορτοεκφορτωτής
    δούλευε χαμάλης στο λιμάνι για ένα κομμάτι ψωμί
  2. ο άνθρωπος που κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό
    άμα δε μάθεις γράμματα, μια ζωή χαμάλης θα είσαι

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία