Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμαλοδουλειά οι χαμαλοδουλειές
      γενική της χαμαλοδουλειάς των χαμαλοδουλειών
    αιτιατική τη χαμαλοδουλειά τις χαμαλοδουλειές
     κλητική χαμαλοδουλειά χαμαλοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαλοδουλειά < χαμάλης + δουλειά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμαλοδουλειά θηλυκό

  • βαριά, χαμηλά αμειβόμενη εργασία που θεωρείται και υποτιμητική

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία