↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμάλικος η χαμάλικη το χαμάλικο
      γενική του χαμάλικου της χαμάλικης του χαμάλικου
    αιτιατική τον χαμάλικο τη χαμάλικη το χαμάλικο
     κλητική χαμάλικε χαμάλικη χαμάλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμάλικοι οι χαμάλικες τα χαμάλικα
      γενική των χαμάλικων των χαμάλικων των χαμάλικων
    αιτιατική τους χαμάλικους τις χαμάλικες τα χαμάλικα
     κλητική χαμάλικοι χαμάλικες χαμάλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμάλικος < χαμάλ(ης) + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαμάλικος, -η, -ο

  • που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει το χαμάλη
    ⮡  χαμάλικη δουλειά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία