Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φορτοεκφορτωτής οι φορτοεκφορτωτές
      γενική του φορτοεκφορτωτή των φορτοεκφορτωτών
    αιτιατική τον φορτοεκφορτωτή τους φορτοεκφορτωτές
     κλητική φορτοεκφορτωτή φορτοεκφορτωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορτοεκφορτωτής < φορτωτής + -ο- + εκφορτωτής < φορτώνω + εκφορτώνω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορτοεκφορτωτής αρσενικό (θηλυκό φορτοεκφορτώτρια)

  • (επάγγελμα) ο εργάτης που φορτώνει και ξεφορτώνει εμπορεύματα
    Χρειάστηκαν δύο χρόνια, τρεις νόμοι, μία εγκύκλιος και δύο κοινές υπουργικές αποφάσεις (ΚΥΑ) για το άνοιγμα του επαγγέλματος του φορτοεκφορτωτή ξηράς ή λιμένος. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, παραμένει πενιχρό. Συγκεκριμένα, το Μητρώο Α΄ (ή Εισαγωγικό Μητρώο) που ιδρύθηκε τον περασμένο Μάιο στο υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας για να υποδεχθεί τα νέα μέλη της επαγγελματικής οικογένειας των φορτοεκφορτωτών αριθμεί λιγότερο από 15 μέλη. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία