ενικός         πληθυντικός  
débardeur débardeurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

débardeur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο φορτοεκφορτωτής αυτοκινήτου, πλοίου, κλπ.
  2. το κοντό εφαρμοστό φανελάκι, χωρίς μανίκια
  3. (τεχνολογία) η εργάτης που μεταφέρει ξύλα στο πριόνι ή πέτρες σε λατομείο