débardeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
débardeur | débardeurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdébardeur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο φορτοεκφορτωτής αυτοκινήτου, πλοίου, κλπ.
- το κοντό εφαρμοστό φανελάκι, χωρίς μανίκια
- (τεχνολογία) η εργάτης που μεταφέρει ξύλα στο πριόνι ή πέτρες σε λατομείο