πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φανελάκι τα φανελάκια
      γενική
    αιτιατική το φανελάκι τα φανελάκια
     κλητική φανελάκι φανελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φανελάκι ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) υποκοριστικό του φανέλα στη σημασία εσώρουχο για τον κορμό χωρίς μανίκια) λεπτή φανέλα
     συνώνυμα: φανελίτσα
  2. συνώνυμο του φανέλα
    παράδειγμα  αθλητικό φανελάκι

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη φανέλα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φανέλα