φανελάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φανελάκι | τα | φανελάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | φανελάκι | τα | φανελάκια |
κλητική | φανελάκι | φανελάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φανελάκι < φανέλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.neˈla.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νε‐λά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανελάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του φανέλα στη σημασία εσώρουχο για τον κορμό χωρίς μανίκια) λεπτή φανέλα
- συνώνυμο του φανέλα
- ⮡ αθλητικό φανελάκι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φανέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φανέλα
φανελάκι
|