Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εσώρουχο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εσώρουχ
ο
τα
εσώρουχ
α
γενική
του
εσωρούχ
ου
&
εσώρουχ
ου
των
εσωρούχ
ων
αιτιατική
το
εσώρουχ
ο
τα
εσώρουχ
α
κλητική
εσώρουχ
ο
εσώρουχ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εσώρουχο
< εσω(τερικό) + ρούχο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εσώρουχο
ουδέτερο
ρούχα μεταξύ γυμνού σώματος & εξωτερικών ρούχων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εσώρουχο
αγγλικά
:
undergarment
(en)
,
underwear
(en)
γαλλικά
:
sous-vêtement
(fr)
γερμανικά
:
Unterwäsche
(de)
γοτθικά
:
𐌿𐌽𐌳𐌰𐍂𐌷𐌰𐌼𐍃
(
undarhams
),
𐌿𐌽𐌳𐌰𐍂𐌺𐌻𐌰𐌹𐌸𐍃
(
undarkláiþs
),
𐌿𐌽𐌳𐌰𐍂𐍅𐌰𐍃𐍄𐌹
(
undarwasti
)
εσπεράντο
:
subvesto
(eo)
ιαπωνικά
:
下着
(ja)
(
shitagi
)
κινεζικά
:
内衣
(zh)
(
neìyī
)(內衣)
κορεατικά
:
속옷
(ko)
(
sogot
)
φινλανδικά
:
fehérnemű
(fi)