Ετυμολογία

επεξεργασία
underwear < under- + wear

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

underwear (en) (μη μετρήσιμο)

  • το εσώρουχο
    ⮡  men’s/women’s/children’s underwear - αντρικά/γυναικεία/παιδικά εσώρουχα