εκφορτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφορτώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκφορτόω < ελληνιστική κοινή ἐκ + φορτόω < αρχαία ελληνική φόρτος < φέρω
Ρήμα
επεξεργασίαεκφορτώνω (παθητική φωνή: εκφορτώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφορτώνω | εκφόρτωνα | θα εκφορτώνω | να εκφορτώνω | εκφορτώνοντας | |
β' ενικ. | εκφορτώνεις | εκφόρτωνες | θα εκφορτώνεις | να εκφορτώνεις | εκφόρτωνε | |
γ' ενικ. | εκφορτώνει | εκφόρτωνε | θα εκφορτώνει | να εκφορτώνει | ||
α' πληθ. | εκφορτώνουμε | εκφορτώναμε | θα εκφορτώνουμε | να εκφορτώνουμε | ||
β' πληθ. | εκφορτώνετε | εκφορτώνατε | θα εκφορτώνετε | να εκφορτώνετε | εκφορτώνετε | |
γ' πληθ. | εκφορτώνουν(ε) | εκφόρτωναν εκφορτώναν(ε) |
θα εκφορτώνουν(ε) | να εκφορτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφόρτωσα | θα εκφορτώσω | να εκφορτώσω | εκφορτώσει | ||
β' ενικ. | εκφόρτωσες | θα εκφορτώσεις | να εκφορτώσεις | εκφόρτωσε | ||
γ' ενικ. | εκφόρτωσε | θα εκφορτώσει | να εκφορτώσει | |||
α' πληθ. | εκφορτώσαμε | θα εκφορτώσουμε | να εκφορτώσουμε | |||
β' πληθ. | εκφορτώσατε | θα εκφορτώσετε | να εκφορτώσετε | εκφορτώστε | ||
γ' πληθ. | εκφόρτωσαν εκφορτώσαν(ε) |
θα εκφορτώσουν(ε) | να εκφορτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκφορτώσει | είχα εκφορτώσει | θα έχω εκφορτώσει | να έχω εκφορτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκφορτώσει | είχες εκφορτώσει | θα έχεις εκφορτώσει | να έχεις εκφορτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκφορτώσει | είχε εκφορτώσει | θα έχει εκφορτώσει | να έχει εκφορτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφορτώσει | είχαμε εκφορτώσει | θα έχουμε εκφορτώσει | να έχουμε εκφορτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκφορτώσει | είχατε εκφορτώσει | θα έχετε εκφορτώσει | να έχετε εκφορτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκφορτώσει | είχαν εκφορτώσει | θα έχουν εκφορτώσει | να έχουν εκφορτώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκφορτώνω
|