ἀχθοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀχθοφόρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἀχθοφόρος, -ος, -ον
- που σηκώνει φορτία
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 187.1
- οὐδ᾽ αὖ ὑποζυγίων τε καὶ τῶν ἄλλων κτηνέων τῶν ἀχθοφόρων καὶ κυνῶν Ἰνδικῶν τῶν ἑπομένων, οὐδ᾽ ἂν τούτων ὑπὸ πλήθεος οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀριθμόν.
- κι ούτε των υποζυγίων και των άλλων ζώων που κουβαλούσαν φορτία και των ινδικών σκυλιών που ακολουθούσαν κι ήταν τόσο πολλά που κανένας δεν μπορεί να πει τον αριθμό τους.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ αὖ ὑποζυγίων τε καὶ τῶν ἄλλων κτηνέων τῶν ἀχθοφόρων καὶ κυνῶν Ἰνδικῶν τῶν ἑπομένων, οὐδ᾽ ἂν τούτων ὑπὸ πλήθεος οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀριθμόν.
- ※ 1ος↑ αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 17, 71.2 @scaife.perseus
- ἔτι δʼ ἐκ Σούσων ἡμιόνων πλῆθος, τῶν μὲν ἀχθοφόρων, τῶν δὲ ζευγιτῶν, πρὸς δὲ τούτοις καμήλους ἀχθοφόρους τρισχιλίας καὶ διὰ τούτων πάντα ἀπεκόμισεν εἰς τοὺς προκριθέντας τόπους·
- ※ 5ος↓ αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 4.288, @scaife.perseus
- ἅρμασιν ἱππείοισι καὶ ἀχθοφόροισιν ἁμάξαις
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 187.1
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀχθοφόρος | οἱ | ἀχθοφόροι | ||||
γενική | τοῦ | ἀχθοφόρου | τῶν | ἀχθοφόρων | ||||
δοτική | τῷ | ἀχθοφόρῳ | τοῖς | ἀχθοφόροις | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀχθοφόρον | τοὺς | ἀχθοφόρους | ||||
κλητική ὦ! | ἀχθοφόρε | ἀχθοφόροι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀχθοφόρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀχθοφόροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀχθοφόρος, -ου αρσενικό
- (ελληνιστική σημασία) χαμάλης, αχθοφόρος
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 62, 4 Ἡρόδοτος ἢ Ἀετίων @wikisource @scaife.perseus
- ἑτέρωθι δὲ τῆς εἰκόνος ἄλλοι Ἔρωτες παίζουσιν ἐν τοῖς ὅπλοις τοῦ Ἀλεξάνδρου, δύο μὲν τὴν λόγχην αὐτοῦ φέροντες, μιμούμενοι τοὺς ἀχθοφόρους ὁπότε δοκὸν φέροντες βαροῖντο·
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Γαληνός, De usu partium corporis humani I-XI, 4.2, p.3.268 @scaife.perseus
- Αἱ δὲ, ὥσπερ οἱ ἐν ταῖς πόλεσιν ἀχθοφόροι τὸν κεκαθαρμένον ἐν τῷ ταμιείῳ σῖτον εἴς τι κοινὸν τῆς πόλεως φέρουσιν ἐργαστήριον, ἵνα πεφθησόμενόν τε καὶ χρήσιμον εἰς τὸ τρέφειν ἤδη γενησόμενον, οὕτω καὶ αὗται τὴν ἐν τῇ γαστρὶ κατειργασμένην τροφὴν ἀναφέρουσιν εἴς τι κοινὸν ὅλου τοῦ ζώου πέψεως χωρίον, ὅ καλοῦμεν ἧπαρ.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 62, 4 Ἡρόδοτος ἢ Ἀετίων @wikisource @scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀχθοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀχθοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.