αν
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αν < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἄν < ἐάν [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία
αν και εάν
- (υποθετικός σύνδεσμος) εισάγει προϋπόθεση, ή συνθήκη
- ↪ Αν δε βρέχει, θα πάμε βόλτα.
- (στον πλάγιο λόγο) εισάγει ερώτηση, απορία ή αμφιβολία
- ↪ Με ρώτησε αν γνωρίζω κάτι σχετικά.
- ↪ Δεν ξέρω αν θέλω.
- (κυρίως στον προφορικό λόγο) αντί των όταν, μόλις, σαν, άμα
- ↪ Αν φτάσεις, πάρε με τηλέφωνο.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- α (λογοτεχνικό)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αν
|
Επεξεργασία
- ↑ αν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.