Δείτε επίσης: ἄν, αν-, ἀν-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αν < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἄν < ἐάν [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈan/

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

αν και εάν

  1. (υποθετικός σύνδεσμος) εισάγει προϋπόθεση, ή συνθήκη
    ⮡  Αν δε βρέχει, θα πάμε βόλτα.
  2. (στον πλάγιο λόγο) εισάγει ερώτηση, απορία ή αμφιβολία
    ⮡  Με ρώτησε αν γνωρίζω κάτι σχετικά.
    ⮡  Δεν ξέρω αν θέλω.
  3. (κυρίως στον προφορικό λόγο) αντί των όταν, μόλις, σαν, άμα
    ⮡  Αν φτάσεις, πάρε με τηλέφωνο.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία