Προφορά

επεξεργασία
 

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

als (de)

  • από
    ⮡  Ich habe mehr Angst als du - έχω περισσότερο άγχος από εσένα
    ⮡  Ich verdiene mehr als du - βγάζω περισσότερα χρηματα από εσένα
  • ως, σαν
    ⮡  Als Ersatz gebe ich dir einen neuen Apparat
    ως' (για) αντικατάσταση, σου δίνω μια νέα συσκευή
  • όταν



  Ετυμολογία

επεξεργασία
als < a + les

als (ca)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

als (nl)