Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Σύνδεσμος
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
άμα
<
αρχαία ελληνική
ἅμα
(
ταυτόχρονα
,
συγχρόνως
)
Σύνδεσμος
επεξεργασία
άμα
(
χρονικός
)
όταν
(
υποθετικός
)
εάν
,
αν
(
αιτιολογικός
)
αφού
,
επειδή
Εκφράσεις
επεξεργασία
άμ' έπος άμ' έργον
εν τω άμα και το θάμα
ή
με το άμα και το θάμα
άμα τη εμφανίσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άμα
→
δείτε
τις λέξεις
αν
,
όταν
και
αφού