falls
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
falls | falls |
falls (en)
- ο καταρράκτης, οι καταρράκτες
- δείτε και ως κλιτή μορφή
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
falls (en)
- πληθυντικός του fall
- δείτε και ως ουσιαστικό
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
falls (en)
- γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα του του ρήματος en
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία
falls (de)
- αν τυχόν, προκειμένου να, σε περίπτωση που
- falls nicht
- εκτός άν