Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
falls falls

falls (en)

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

falls (en)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

falls (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

falls (de)

  1. αν τυχόν, προκειμένου να, σε περίπτωση που
    ⮡  falls nicht
  2. εκτός άν