falls
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
falls | falls |
falls (en)
- ο καταρράκτης, οι καταρράκτες
- → δείτε και τον ενικό fall
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαfalls (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαfalls (en)
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαfalls (de)
- αν τυχόν, προκειμένου να, σε περίπτωση που
- ⮡ falls nicht
- εκτός άν