καταρράκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρράκτης <
- (γεωγραφία) ελληνιστική κοινή καταρράκτης [1]
- (ιατρική) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cataracte < λατινική cataracta < ελληνιστική κοινή καταρράκτης [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈɾa.ktis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταρράκτης αρσενικό
- (γεωγραφία) η ορμητική πτώση του νερού ενός ποταμού από μεγάλο ύψος, η οποία προκαλείται από την ανώμαλη διαμόρφωση του εδάφους με μεγάλες υψομετρικές διαφορές
- οι καταρράκτες του Νιαγάρα
- (μεταφορικά) συνεχής και ασυγκράτητη ροή
- καταρράκτης πληροφοριών
- (ιατρική) ασθένεια των ματιών που οφείλεται στη μη φυσιολογική ανάπτυξη θαμπάδας στον οφθαλμικό φακό με συνέπεια την απώλεια ή τη μείωση της όρασης
- (ναυτικός όρος): μεγάλης ιπποδύναμης διπλό βαρούλκο σε γραμμική διάταξη, όπου τα δύο τύμπανα αγομένων φέρονται εν σειρά και ανισοϋψώς με ενδιάμεσα και πλευρικά το μηχανισμό στρέψης του, τα δε αγόμενα (σχοινιά ή συρματόσχοινα} φέρονται από την αυτή πλευρά δίνοντας σε λειτουργία εικόνα καταρράκτη.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ανοίγουν οι καταρράκτες του ουρανού: ραγδαία βροχόπτωση, κατακλυσμιαία βροχή (πρβλ. τη βιβλική φράση καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν - Γένεσις, 7.11)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορμητική πτώση νερού
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταρράκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ καταρράκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταρράκτης < καταρράσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταρράκτης αρσενικό
- που ρέει ραγδαία
- καταρράκτης