Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cataract (en)

  1. καταρράκτης (υδατόπτωση)
  2. καταρρακτώδης βροχή
  3. (ιατρική) καταρράκτης (ασθένεια των ματιών)