Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βροχόπτωση οι βροχοπτώσεις
      γενική της βροχόπτωσης* των βροχοπτώσεων
    αιτιατική τη βροχόπτωση τις βροχοπτώσεις
     κλητική βροχόπτωση βροχοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βροχοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βροχόπτωση < βροχ(ή) + -ο- + πτώση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Regenfall[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾoˈxo.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρο‐χό‐πτω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βροχόπτωση θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) η πτώση βροχής
  2. (μετεωρολογία) το σύνολο της βροχής ή του χιονιού που έχει καταπέσει σε μία περιοχή σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία