cascade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcascade (en)
- καταρράκτης ή σειρά από μικρούς καταρράκτες, υδατόπτωση
- αλληλουχία
- (τεχνολογία) σύζευξη σε σειρά
Επίθετο
επεξεργασίαcascade (en)
- διαδοχικός
- (πληροφορική) λειτουργίες που γίνονται διαδοχικά (βλ. cascade delete)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- cascade στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cascade | cascades |
cascade (fr) θηλυκό
- ο καταρράκτης· σειρά από καταρράκτες
- (μεταφορικά) κάτι που συμβαίνει σε σειρά, βροχή από κάτι
- εκτέλεση επικίνδυνων σκηνών στο σινεμά· εκτέλεση επικίνδυνων ασκήσεων στον αθλητισμό
- (τεχνολογία) circuit en cascade: κύκλωμα εν σειρά
- en cascade: απανωτά