πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδατόπτωση οι υδατοπτώσεις
      γενική της υδατόπτωσης* των υδατοπτώσεων
    αιτιατική την υδατόπτωση τις υδατοπτώσεις
     κλητική υδατόπτωση υδατοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδατοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ðaˈto.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδατόπτωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδατόπτωση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία