υδατόπτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδατόπτωση | οι | υδατοπτώσεις |
γενική | της | υδατόπτωσης* | των | υδατοπτώσεων |
αιτιατική | την | υδατόπτωση | τις | υδατοπτώσεις |
κλητική | υδατόπτωση | υδατοπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδατοπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υδατόπτωση < υδατο- + πτώση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική waterfall[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ðaˈto.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δα‐τό‐πτω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυδατόπτωση θηλυκό
- η πτώση νερού από μεγάλο ύψος, χρησιμοποιούμενη στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υδατόπτωση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υδατόπτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας