Δείτε επίσης: Κατηγορία:Αθλητισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αθλητισμός οι αθλητισμοί
      γενική του αθλητισμού των αθλητισμών
    αιτιατική τον αθλητισμό τους αθλητισμούς
     κλητική αθλητισμέ αθλητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αθλητισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική athlétisme < αρχαία ελληνική ἀθλητ(ής) + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αθλητισμός αρσενικό

  1. το σύνολο των ατομικών και ομαδικών δραστηριοτήτων (αθλημάτων) που αποσκοπούν στη γύμναση του σώματος
  2. (κατ’ επέκταση) οι οργανωτικές δομές (σύλλογοι, ομοσπονδίες κ.λπ.) που ασχολούνται με αυτές τις δραστηριότητες

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία