Δείτε επίσης: Sport
      ενικός         πληθυντικός  
sport sports

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sport (en)

  1. (αθλητισμός) το άθλημα, το σπορ, ένα συγκεκριμένο είδος αθλήματος
    ⮡  an individual/team sport - ατομικό/ομαδικό άθλημα
    ⮡  What are your favorite sports?
    Ποια είναι τα αγαπημένα σου αθλήματα;
    ⮡  What sport do you play?
    Mε ποιο σπορ ασχολείσαι;
  2. (μη μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) ο αθλητισμός, αθλητικός
    ⮡  Sport first developed in Ancient Greece.
    Ο αθλητισμός αναπτύχθηκε πρώτα στην αρχαία Ελλάδα.
    ⮡  I watch sports news.
    Βλέπω τα αθλητικά νέα.
     συνώνυμα: sports (μόνο στον πληθυντικό, αμερικανικά αγγλικά), athletics

Δείτε επίσης

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
sport sports

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sport < (άμεσο δάνειο) αγγλική sport

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spɔʁ/
 
ομόηχο: spore

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sport (fr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sport (sr)