sport
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sport (en)
- (αθλητισμός) άθλημα, σπορ
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sport | sports |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- sport < (άμεσο δάνειο) αγγλική sport
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sport (fr)
- (αθλητισμός) το σπορ, ο αθλητισμός, η άθληση, το άθλημα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Σερβικά (sr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
sport (sr)
- λατινική γραφή του спорт