sport
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sport | sports |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsport (en)
- (αθλητισμός) το άθλημα, το σπορ, ένα συγκεκριμένο είδος αθλήματος
- ⮡ an individual/team sport - ατομικό/ομαδικό άθλημα
- ⮡ What are your favorite sports?
- Ποια είναι τα αγαπημένα σου αθλήματα;
- ⮡ What sport do you play?
- Mε ποιο σπορ ασχολείσαι;
- (μη μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) ο αθλητισμός, αθλητικός
- ⮡ Sport first developed in Ancient Greece.
- Ο αθλητισμός αναπτύχθηκε πρώτα στην αρχαία Ελλάδα.
- ⮡ I watch sports news.
- Βλέπω τα αθλητικά νέα.
- ≈ συνώνυμα: sports (μόνο στον πληθυντικό, αμερικανικά αγγλικά), athletics
- ⮡ Sport first developed in Ancient Greece.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sport | sports |
Ετυμολογία
επεξεργασία- sport < (άμεσο δάνειο) αγγλική sport
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsport (fr)
- (αθλητισμός) το σπορ, ο αθλητισμός, η άθληση, το άθλημα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsport (sr)
- λατινική γραφή του спорт