Ουσιαστικό

επεξεργασία

spore (en)


      ενικός         πληθυντικός  
spore spores

  Ετυμολογία

επεξεργασία
spore < αρχαία ελληνική σπορά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

spore (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία