perso
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαperso (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) προσωπικός
- → δείτε τη λέξη personnel
Επίρρημα
επεξεργασίαperso (fr)
- (οικείο) προσωπικά, σε ό,τι με αφορά
- → δείτε τη λέξη personnellement
perso (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
perso (fr)