Επίθετο

επεξεργασία

perso (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (οικείο) προσωπικός
    → δείτε τη λέξη personnel

  Επίρρημα

επεξεργασία

perso (fr)

  1. (οικείο) προσωπικά, σε ό,τι με αφορά
    → δείτε τη λέξη personnellement

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία