repos
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- repos < reposer
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
repos | repos |
repos (fr) αρσενικό
- η ανάπαυση, το ρεπό
- ≈ συνώνυμα: délassement, pause, récréation
- ≠ αντώνυμα: effort, travail
- η ακινησία
- η ηρεμία
- ≈ συνώνυμα: paix, tranquillité
- (μουσική) η παύση