prose
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαprose (en)
- πεζός-άμετρος λόγος (προφορικός ή γραπτός)
- ⮡ works in prose - πεζά έργα
Ρήμα
επεξεργασίαprose (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 676. ISBN 9780194325684., λήμμα: πεζός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prose | proses |
prose (fr) θηλυκό