inaction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinaction (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inaction | inactions |
inaction (fr) θηλυκό
inaction (en)
ενικός | πληθυντικός |
inaction | inactions |
inaction (fr) θηλυκό