Ετυμολογία

επεξεργασία
inactivité < in- + activité

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inactivité inactivités

inactivité (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία