Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
emploi emplois

emploi (fr) αρσενικό

  1. η χρήση
  2. η θέση εργασίας, η δουλειά, η απασχόληση

Συγγενικά

επεξεργασία