ενικός         πληθυντικός  
employer employers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
employer < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική employeur. Μορφολογικά αναλύεται σε employ + -er. (μαρτυρείται από το 1595)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪmˈplɔɪ.ər/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ɪmˈplɔɪ.ɚ/ (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: em‐ploy‐er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

employer (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. employer - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
employer < (κληρονομημένο) μέση γαλλική employer < παλαιά γαλλική emploier, emploiier < λατινική implicāre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.plwa.je/
 
 

employer (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία