• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εργοδότης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργοδότης οι εργοδότες
      γενική του εργοδότη των εργοδοτών
    αιτιατική τον εργοδότη τους εργοδότες
     κλητική εργοδότη εργοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εργοδότης < αρχαία ελληνική ἐργοδότης < ἔργον + δότης (< δίδωμι)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργοδότης αρσενικό

  • το πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) που προσλαμβάνει έναν εργαζόμενο, του προσφέρει εργασία και τον αμείβει με ημερομίσθιο ή μηνιαίο μισθό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • εργοδοσία
  • εργοδότηση
  • εργοδοτικός
  • εργοδότρια
  • → δείτε τις λέξεις έργο και δίνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εργοδότης
  • αγγλικά : employer (en)
  • γαλλικά : employeur (fr), patron (fr)
  • ισπανικά : empleador (es)
  • πολωνικά : pracodawca (pl)
  • τουρκικά : işveren (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εργοδότης&oldid=7111544"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:44

Γλώσσες

    • English
    • Suomi
    • Français
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:44.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας