Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εργοδοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εργοδοτικ
ός
η
εργοδοτικ
ή
το
εργοδοτικ
ό
γενική
του
εργοδοτικ
ού
της
εργοδοτικ
ής
του
εργοδοτικ
ού
αιτιατική
τον
εργοδοτικ
ό
την
εργοδοτικ
ή
το
εργοδοτικ
ό
κλητική
εργοδοτικ
έ
εργοδοτικ
ή
εργοδοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εργοδοτικ
οί
οι
εργοδοτικ
ές
τα
εργοδοτικ
ά
γενική
των
εργοδοτικ
ών
των
εργοδοτικ
ών
των
εργοδοτικ
ών
αιτιατική
τους
εργοδοτικ
ούς
τις
εργοδοτικ
ές
τα
εργοδοτικ
ά
κλητική
εργοδοτικ
οί
εργοδοτικ
ές
εργοδοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εργοδοτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
εργοδοτικός
σχετικός με τον
εργοδότη
ή την
εργοδοσία
Συγγενικά
επεξεργασία
εργοδοσία
εργοδότης
-
εργοδότρια
(
εργοδότισσα
)
εργοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εργοδοτικός
γαλλικά
:
patronal
(fr)