employee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
employee | employees |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαemployee (en)
- ο υπάλληλος
- ⮡ The company must compensate the employees it will fire.
- Η εταιρεία πρέπει να αποζημιώσει τους υπαλλήλους που θα απολύσει.
- ⮡ The company must compensate the employees it will fire.