ενικός         πληθυντικός  
employment employments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

employment (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απασχόληση, η εργασία, ειδικά όταν γίνεται για να κερδίσω χρήματα· το να είμαι απασχολημένος με επάγγελμα
    ⮡  employment in agriculture/industry/commerce - απασχόληση στη γεωργία/στη βιομηχανία/στο εμπόριο
    ⮡  self-employment - απασχόληση προσωπική
    ⮡  seasonal/permanent employment - απασχόληση εποχιακή/μόνιμη
    ⮡  full-time/part-time employment - πλήρης/μερική απασχόληση
    ⮡  I am looking for employment.
    Ζητώ απασχόληση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η απασχόληση, η χρήση κάτι
    ⮡  the employment of machines/means of transport - απασχόληση των μηχανών/των μεταφορικών μέσων